- ἀνέψανος
- ἀνέψ-ᾰνος, ον, ([etym.] ἕψω)A bad for cooking,
ὕδατα Hp.
Aër.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδατα Hp.
Aër.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανέψανος — η, ο (Α ἀνέψανος, ον) νεοελλ. ο μη βραστερός, αυτός που βράζει δύσκολα (κυρίως για όσπρια) αρχ. ο ακατάλληλος για να χρησιμοποιηθεί στο μαγείρεμα (για υφάλμυρο νερό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εψανός < έψω «ψήνω»] … Dictionary of Greek
ἀνέψανα — ἀνέψανος bad for cooking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)